ηρυγγιτης

ηρυγγιτης
    ἠρυγγίτης
    -ου ὅ Plut. = ἤρυγγος См. ηρυγγος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηρυγγιτης" в других словарях:

  • ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ἠρυγγίτης — eryngo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρυγγίτην — ἠρυγγίτης eryngo masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»